- συγκαλύψῃ
- συγκαλύπτωcoveraor subj mid 2nd sgσυγκαλύπτωcoveraor subj act 3rd sgσυγκαλύπτωcoverfut ind mid 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συγκάλυψη — η / συγκάλυψις, ύψεως, ΝΜ [συγκαλύπτω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού συγκαλύπτω («η συγκάλυψη τού σκανδάλου») … Dictionary of Greek
συγκάλυψη — η απόκρυψη, αποσιώπηση: Επιδίωξαν τη συγκάλυψη των πραγματικών σκοπών τους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αντίσκηνο — Είδος σκηνής που χρησιμοποιείται κυρίως από στρατιώτες. Κατασκευάζεται από τετράγωνο αδιάβροχο ύφασμα με επιφάνεια συνήθως 2,5 τ.μ., σε χρώμα σκούρο γκρι ή χακί, κατάλληλο για συγκάλυψη. Το α. αποτελεί στέγη για έναν στρατιώτη, μπορεί όμως να… … Dictionary of Greek
απόκρυψη — η (AM ἀπόκρυψις) [αποκρύπτω] το κρύψιμο νεοελλ. αποσιώπηση, συγκάλυψη αρχ. εξαφάνιση … Dictionary of Greek
καπάκωμα — το [καπακώνω] 1. η κάλυψη με καπάκι 2. η συγκάλυψη, η απόκρυψη … Dictionary of Greek
μετόπη — Όρος της αρχαίας ελληνικής αρχιτεκτονικής που σημαίνει την έγγλυφη (σκαλισμένη προς το εσωτερικό μιας επιφάνειας) πλάκα, η οποία παρεμβάλλεται μεταξύ του επιστηλίου και του γείσου των οικοδομημάτων δωρικού ρυθμού. Ο όρος μ. παράγεται από τις… … Dictionary of Greek
περιστολή — η, ΝΜΑ [περιστέλλω] νεοελλ. 1. η ελάττωση τής έκτασης ή τής ποσότητας ενός πράγματος, περικοπή, περιορισμός («περιστολή τών δημόσιων δαπανών») 2. συγκράτηση μέσα στα επιτρεπτά όρια τού κώδικα καλής συμπεριφοράς, χαλιναγώγηση, καταστολή (α.… … Dictionary of Greek
σκέπασμα — το, ΝΜΑ [σκεπάζω] αυτό με το οποίο σκεπάζεται, καλύπτεται κάτι, κάλυμμα (α. «σκέπασμα τού πιθαριού» β. «σκέπασμα τού πηγαδιού» γ. «τὸ φύλλον περικαρπίου σκέπασμα», Αριστοτ.) νεοελλ. 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σκεπάζω, κάλυψη 2.… … Dictionary of Greek
σκοπιμότητα — η, Ν [σκόπιμος] 1. η ιδιότητα τού σκοπίμου, το να είναι κάτι σκόπιμο, να συμβάλλει σε έναν σκοπό, να εξυπηρετεί έναν σκοπό, ιδίως απώτερο 2. το να γίνεται κάτι από πρόθεση, για ορισμένο σκοπό, σκόπιμα, με προμελέτη 3. η διάπραξη μη επιτρεπόμενης… … Dictionary of Greek
Λούκατς, Γκεόργκι — (Gyorgy Lukαcs, Βουδαπέστη 1885 – 1971). Ούγγρος φιλόσοφος και κριτικός της λογοτεχνίας. Σπούδασε στα πανεπιστήμια της Βουδαπέστης, του Βερολίνου και της Χαϊδελβέργης. Έχοντας ξεκινήσει από τις θέσεις του ντεκανταντισμού (Η ψυχή και η μορφή,… … Dictionary of Greek